βουλευσάμενοι

βουλευσάμενοι
βουλεύω
take counsel
aor part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακράν — (AM μακράν, Α ιων. τ. μακρήν, Μ και μακρά) επίρρ. σε μεγάλη τοπική ή χρονική απόσταση, μακριά (α. «μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός», Ευρ. β. «ἐπεὶ τἄν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ», Σοφ.) νεοελλ. έξω, εκτός μσν. φρ. «πάγω μακρά» αργώ, καθυστερώ (αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • συστρέφω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω] στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω αρχ. 1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.) 2. στρέφω κάτι απότομα 3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω 4. συνάγω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”